- ἀφιερώσεως
- ἀφιερώσεω̆ς , ἀφιέρωσιςhallowingfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εισόδιος — α, ο (AM εἰσόδιος, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην είσοδο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Εἰσόδια τα Εισόδια τής Θεοτόκου, θεομητορική εορτή εις ανάμνησιν τής εισόδου, τής αφιερώσεως τής Παναγίας στον ναό 3. το ουδ. εν. ως ουσ. το… … Dictionary of Greek